top of page
Anchor 1
anoixi album cover DUDE FUSCIA CAPS.jpg

Παρακλαυσίθυρο

 

Να νάτη να

Ν’ ανατινάξω τα παράθυρα.

Να κάψω και 

να κάψω και τις πόρτες.

Τα χείλη σου

Τα χείλη σου να πάρω λάφυρα.

Να κλαιν οι φί

Να κλαιν οι φίλες σου όλες

 

Που σ’ έχουν και σε χαίρονται 

και σου γλυκομιλούνε.

Και σαν με δούνε να περνώ

με δείχνουν και γελούνε.

Και σαν με δούνε να περνώ 

με δείχνουν και γελούνε.

Που σ’ έχουν και σε χαίρονται…

 

Να νάτη να

Ν΄ ανατινάξω τα παράθυρα.

Να κάψω και 

να κάψω και τις πόρτες.

Τα χείλη σου

Τα χείλη σου να πάρω λάφυρα.

Να κλαιν οι φί

Να κλαιν οι φίλες σου όλες

 

Να κλαίει κι η σκύλα η μάνα σου

που λέει πως δεν με θέλει.

Κι ο κερατάς ο γέρος σου,

που μου βγαλε μαχαίρι.

Κι ο κερατάς ο γέρος σου

που μου βγαλε μαχαίρι.

Να κλαίει κι η σκύλα η μάνα σου…

 

Να νάτη να

Ν΄ ανατινάξω τα παράθυρα.

Να κάψω και 

να κάψω και τις πόρτες.

Τα χείλη σου

Τα χείλη σου να πάρω λάφυρα.

Να κλαιν οι φί

Να κλαιν οι φίλες σου όλες

 

Να πέσει το παλιόσπιτο

που μέσα σε κρατάει.

Τρελό σκυλί στην πόρτα σου

πονάει και τραγουδάει.

Τρελό σκυλί στην πόρτα σου 

πονάει και τραγουδάει.

Να πέσει το παλιόσπιτο…

Γαμήλιο

 

Δώσαμε τους όρκους

μπροστά σε συγγενείς και φίλους.

Μερικοί δεν το περίμεναν καθόλου.

Δάκρυσε ο μπαμπάς σου

και μια φίλη σου απ’ το σχολείο,

που ’χες να τη δεις διακόσια χρόνια.

 

Κι ύστερα σε κάποιο κτήμα στα μεσόγεια

οι φίλοι μου, οι φίλοι σου και τα δυο σόγια.

Ντίσκο καλαματιανά και Καζαντζίδη,

παραγγελιά απ’ το θείο μου τον Αριστείδη.

Μπουφές, ευχές, κρασί και ύστερα ουίσκι,

κι η μάνα μου να σε φιλάει όπου σε βρίσκει.

 

Μέσα σ’ αυτό τον πανικό,

εγώ κι εσύ μες στο χαμό,

χαμένοι μες στο γάμο τον δικό μας.

Σε κάποια του χορού στροφή

μου ψιθυρίζεις μες στ’ αυτί:

“Πότε θα φύγουν όλοι αυτοί,

να μείνουμε, να μείνουμε τα δυο μας;”

 

Δώσαμε τους όρκους

μπροστά σε συγγενείς και φίλους.

Μερικοί δεν το περίμεναν καθόλου.

Δάκρυσε ο μπαμπάς σου

και μια φίλη σου απ’ το σχολείο,

που ’χες να τη δεις διακόσια χρόνια.

 

Κι ύστερα σε κάποιο κήπο με λαμπιόνια,

κλαρίνα και μπιτάκια ώσπου να βγουν τ’ αηδόνια.

Και βέβαια το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας,

παραγγελιά της θείας σου της Αμαλίας.

Κουστούμια και φορέματα και καροτσάκια.

η Μπέτυ μεθυσμένη κάνει τσαλιμάκια.

 

Μέσα σ’ αυτό τον πανικό,

εγώ κι εσύ μες στο χαμό,

χαμένοι μες στο γάμο τον δικό μας.

Σε κάποια του χορού στροφή

μου ψιθυρίζεις μες στ’ αυτί:

“Πότε θα φύγουν όλοι αυτοί,

να μείνουμε, να μείνουμε τα δυο μας;”

 

Περάσαν τόσα χρόνια

κι ακόμα σ’ αγαπώ.

 

Άσε τις άλλες

 

Την παλιά σου ζωή θα ξεχάσεις κοντά μου.

Είναι η νύχτα μικρή έλα στην αγκαλιά μου.

Την παλιά σου ζωή να ξεχάσεις κοντά μου.

Είναι η νύχτα μικρή έλα στην αγκαλιά μου.

 

Άσε τις άλλες σε μένα να ’ρθεις,

που έχω πολλά υποφέρει.

Μονάχα εκείνος που έχει καεί,

εκείνος ξέρει φωτιά τι θα πει.

Μονάχα εκείνος που έχει πνιγεί,

μπορεί να σου απλώσει το χέρι.

 

Άσε πίσω λοιπόν τα πικρά περασμένα.

Είναι η νύχτα μικρή, έλα φως μου σε μένα.

 

 

Άγριος γιος

 

Μεγάλωσα πως ήμουνα παιδάκι της Ειρήνης.

Δεν ήξερα, δεν ρώταγα, κανείς δεν μου ’πε πως

άλλη είν’ αυτή που σε γεννά κι άλλης το γάλα πίνεις.

Σαν πέφτει η νύχτα γίνομαι της ήττας άγριος γιος.

Πρώτο φως

 

Νύχτες λευκές, πρόσωπα σημαδεμένα

Ξινά σταφύλια χθεσινής συγκομιδής

Τρία πατώματα μπετόν σφουγγαρισμένα

Στο ισόγειο μένει ο Κοσμάς ο νταβατζής 

 

Ξένη στους ξένους, αθυρμάτων βιαστικών

Σβήνει το φως για να ξεχάσει το όνομά της

Δυο χαρακιές αλλάζει δέρμα και πατρόν

Μέχρι ν’ ανέβει ο επόμενος πελάτης

 

Στον παράδεισο θα δεις 

Το πρώτο φως βγαίνει νωρίς 

Το πρώτο φως βγαίνει νωρίς

τι κι αν νυχτώνει αμέσως;

 

Χωρίς ανάσα όσο κινείται το καμιόνι 

Χωρίς χαρτιά στου παραδείσου τα σκαλιά 

Όταν ο ήλιος γονατίζει στο μπαλκόνι

Δεν έχει μάτια να κοιτάξει πουθενά

 

Κορμί κερί και προσωνύμιο «πριγκιπέσσα» 

Βαθύ κραγιόν και ένα στιλέτο στο γοφό

Τα άπαρτα κάστρα πέφτουν μόνο από μέσα

Μα τα μπουρδέλα έχουν στην πόρτα θυρωρό

 

Σμαράγδα

 

Πέφτει ο ήλιος στο σιφόνι

Μια Σμαράγδα τον σηκώνει 

Με μια τρυπημένη απόχη

Και κανένας δεν σου το ’χει

 

Τρία ονόματα για ένα

Όταν γίνεσαι κανένα

Όποιον δρόμο και αν διαλέξω

Πάντα βρίσκεσαι απ’ έξω

 

Αν δεν ήσουνα εσύ, θα ’ταν κάποια άλλη εκεί

που θα σου ’μοιαζε σα στάλα, δυο ψαράκια σε μια γυάλα

Δεν θα ξύπναγες τα βράδια, τυφλωμένη απ’ τα σκοτάδια

Αν δεν ήσουνα εσύ

 

Μια ορθάνοιχτη σελίδα

Όσα είδες, δεν τα είδα

Φέγγεις πίσω απ’ τη βιτρίνα

Σε νοικιάζουν με το μήνα  

 

Στολισμένη με τα ίδια

Σαν σιμώνουνε τα φίδια

Ξετυλίγεσαι το βιός σου

Φτύνεις μέσα στο λαιμό σου

 

Αν δεν ήσουνα εσύ, θα ’ταν κάποια άλλη εκεί

Αν δεν ήσουνα Σμαράγδα, δεν θα γέμιζες με τ’ άδεια

Δεν θα κάλπαζες το βράδυ να κοπείς απ’ το κοπάδι

Αν δεν ήσουνα εσύ

Κορίτσι του γυμναστηρίου

 

Καβαλάει ένα ποδήλατο που πάει στο πουθενά.

Με παπούτσια αθλητικά,

με τ' ακουστικά στ' αυτιά

τρέχει τρέχει τρέχει τρέχει.

Κορίτσι του γυμναστηρίου

 

Προσπερνάει τη μητέρα, τον πατέρα της κι αυτόν

τον μαλάκα αφεντικό

που την ήθελε οχτώ μ' οχτώ

Κορίτσι του γυμναστηρίου

 

Μια λαχανιασμένη πόλη

όλη η ζωή μας όλη

όργανο ελλειπτικό

μωρό μου αεροβικό

οι πελάτες του πιλάτες

όνειρα και αυταπάτες

και της γιόγκας όλοι οι κόμποι

ευκαμψία για τα ζόμπι

 

Κι εσύ σ’ ένα διάδρομο

με τον Ερμή ανάδρομο

πετάς

Στο καφενείο απέναντι

πληρώνω κάτι έναντι

σε βλέπω και σκοντάφτω

και γελάς

 

Τατουάζ στην ωμοπλάτη πεταλούδα εφηβική

πενταήμερη εκδρομή

κι ύστερα άρχισε η ζωή

να τρέχει τρέχει τρέχει τρέχει

Κορίτσι του γυμναστηρίου

 

Προσπερνάει τη μητέρα τον πατέρα της κι αυτόν

που τον είχε για θεό

και την άφησε ακριβώς γι’ αυτό

Κορίτσι του γυμναστηρίου

Υπομονή

 

Δεν έχω μουσική μες στο μυαλό δεν έχω λόγια.

Μονάχα την εικόνα σου μες στη σιωπή.

Κι όλες τις θάλασσες του κόσμου,

κύμα το κύμα να μου λένε “Υπομονή”

 

“Θα γυρίσει. Δεν μπορεί…”

 

Δεν έχω μουσική μες στο μυαλό δεν έχω λόγια.

Μονάχα την εικόνα σου μες στη σιωπή.

Κι όλης της μαύρης γης τους δρόμους,

βήμα το βήμα να μου λένε “Υπομονή”

 

“Θα γυρίσει. Δεν μπορεί…”

 

Δεν έχω μουσική μες στο μυαλό δεν έχω λόγια.

Μονάχα το τραγούδι σου και τη σιωπή.

Κι όλους τους άνεμους του κόσμου

να μου σφυρίζουν σιγανά “Υπομονή”

 

“Θα γυρίσει. Δεν μπορεί…”

Παραγιός

 

Ένας μάστορας το φτιάχνει

για ν’ αντέξει δέκα χρόνια.

Ο άλλος για πενήντα 

και άλλος για εκατό!

Κι ο ποιητής ο δόλιος,

για πάντα ψυχοπαίδι, 

για πάντα παραγιός,

μες στο όνειρό του σκάρωσε

σκαρί που δεν πεθαίνει.

Ξυπνάει, και στο χαρτάκι του

βουλιάζει το βαρκάκι του.

Και κλαίει μοναχός.

 

Γαϊδούρι

 

Φορτωμένο μου γαϊδούρι

με του βασιλιά τη μούρη 

τριγυρνάς.

Νικημένο μου ξεφτέρι

με φωτιά και με μαχαίρι 

προχωράς.

Να ξερες και συ για που τραβάς!

 

Τόσος τρόμος τόση φιέστα,

τόσος κόσμος στην παλαίστρα 

και μετά,

όμορφοι οι τίτλοι τέλους,

με διαβόλους και μ’ αγγέλους 

σταυρωτά.

Χώμα με το χώμα αγκαλιά.

 

Πληγωμένο μου τσακάλι

κάθε μέρα στο πηγάδι 

κατουράς.

Η άνοιξη που θα ’ρθει

 

Η άνοιξη που θα ’ρθει, θα είναι η πιο γλυκιά

Άνοιξη

Που γέλασε ποτέ στον κόσμο

Άνοιξη 

Που γέλασε ποτέ σ’ αυτό τον κόσμο

 

Η γη θα πλημμυρίσει με χάδια και φιλιά

Ναι, φιλιά!

Θυμάρι λησμονιά και δυόσμο

Ναι, φιλιά!

Θυμάρι λησμονιά και λίγο δυόσμο

 

Τα δάκρυα ετούτα τα τελευταία πικρά

Δάκρυα

Στεγνώνουνε στα μάγουλά μου

Δάκρυα

Στεγνώνουνε πάνω στα μάγουλά μου

 

Σε λίγο η αγάπη μονάχα θα οδηγά

Οδηγά

Τα ξέφρενα τα άλογα μου

Οδηγά

Τα ξέφρενα τα μαύρα τ’ άλογα μου

 

Κι αν ψέμματα σας λέω κι αν είναι αληθινά

ψέμματα

της ευτυχίας τα παλάτια

ψέμματα

της ευτυχίας τα χρυσά παλάτια

 

Για κείνα ταξιδεύουν σε άγνωστα νερά

Άγνωστα

του τραγουδιού μου τα κατάρτια

Άγνωστα

Του τραγουδιού μου τα ψηλά κατάρτια

himeria-narki 3.png

Θαύμα

Τα κορίτσια βουλιάζουν αργά μες στη θάλασσα.

Απάνω αστράφτει και βροντά,

κι εγώ φοράω μαύρα γυαλιά.

Στην ακτή της ζωής κάποια νύχτα ναυάγησα,

 και κάποιο δροσερό πρωί

ένα καράβι θα φανεί.

 

Χαρτορίχτρες και μάγοι, παπάδες και Χόλιγουντ,

δεν ονειρεύτηκαν θαρρώ

παράδεισο άλλον σαν κι αυτό.

 

Τα κορίτσια βουλιάζουν αργά και με οδηγούν

από το χέρι σαν μωρό

στον κοραλλένιο τους βυθό.

 

Χαρτορίχτρες και μάγοι, παπάδες και Χόλιγουντ,

δεν ονειρεύτηκαν θαρρώ

παράδεισο άλλον σαν κι αυτό.

 

Πρέπει να πονέσεις

 

Να πιστεύεις στον εαυτό σου,

είναι το μόνο μυστικό.

 Κι αν δεν ξέρεις, ρώτα το γιατρό σου,

να σου πει πώς διάολο γίνεται αυτό.

Κι αν δεν ξέρεις, πήγαινε και ρώτα το γιατρό σου,

να σου πει πώς διάολο γίνεται αυτό.

 

Πρέπει

Πρέπει

Πρέπει να πονέσεις

 

Έξω η πόλη περιμένει,

δυο λογάκια να της πεις.

Όμορφη και ξαναμμένη ερωμένη,

μα πού διάολο να τα βρεις;

Όμορφη και ξαναμμένη ερωμένη η καημένη,

μα πού διάολο να τα βρεις;

 

Πρέπει

Πρέπει

Πρέπει να πονέσεις

 

Άγγελοι φτεροκοπάνε

στο γαλάζιο ουρανό. 

Με λίγη πίστη σκύβουν στο αυτί και σου μιλάνε.

Μα πού διάολο να τη βρω;

Με λίγη πίστη σκύβουν στο αυτί
και σου μιλάνε, τραγουδάνε.

Μα πού διάολο να τη βρώ;

 

Πρέπει

Πρέπει

Πρέπει να πονέσεις

 

Νυχτερινό

 

Μες στην πλατιά ησυχία 

κολυμπώ.

Χωρίς τα ρούχα, 

εκείνα που ’χα, 

πριν να πέσω 

στης θάλασσας 

την αγκαλιά τη μαύρη.

 

Μες στην πλατιά ησυχία 

κολυμπώ.

Και χίλια αστέρια

απλώνουν χέρια, 

τρυφερά 

να με χαϊδέψουν. 

Και η σελήνη γυμνή κι εκείνη. 

 

Μες στην πλατιά ησυχία 

κολυμπώ. 

Και είμαι κύμα 

και είμαι βράχος 

και είμαι του βυθού το βάθος. 

Και είμαι βράχος 

και είμαι κύμα 

κι είμαι του φεγγαριού ακτίνα.

 

Άγρια παιδιά

 

Έρχονται μες στον ύπνο 

κι έχουν πάντοτε δίκιο. 

Έρχονται μες στον ύπνο μου αυτά, 

τ’ άγρια παιδιά, τ' άγρια παιδιά.

 

Στήνουν χορό 

πλάι στον νεκρό. 

Πλάι στον νεκρό αδερφό τους αρχαίο χορό 

τρυφερό.

Κόβουνε με ξυράφι 

τ' ουρανού το χρυσάφι. 

Κόβουνε με ξυράφι μικρό 

τον ουρανό, τον ουρανό. 

 

Πάρε να φας. Πάρε να πιεις. 

Πάρε να φας και να πιεις, να πλυθείς, να ντυθείς, 

ν’ αναστηθείς.

 

Χειμερία Νάρκη

 

Είμαι μια αρκούδα που κοιμάται στο χιονιά 

και τρώω πίτσα πάντα παγωμένη. 

Κοιτώ τα πόδια μου, σαν θέλω συντροφιά, 

κι η κάθε άνοιξη μπορεί να περιμένει. 

Μη με ξυπνάτε!

 

Είμαι ένας λύκος που σιχάθηκε τ’ αρνιά. 

Με ούζο νερό και ήλιο εγώ χορταίνω, 

κι αν κάπου κάποτε θυμάμαι τα παλιά, 

με δάκρυα τη μυρωδιά τού αίματος πλένω. 

Μη με ξυπνάτε!

 

Είμαι η κότα που γεννάει χρυσά τ’ αυγά, 

μα βγαίνουν κλούβια σαν φτάσουν στο παζάρι. 

«Γιατί πουλάδα μου;» ο κύρης μου ρωτά, 

κι εγώ γελώ κι αποκοιμιέμαι όλο καμάρι. 

Μη με ξυπνάτε!

 

 

Mama Greque

 

Γυρίζει στην πόρτα το κλειδί, 

κι εσύ κοιμάσαι, η ώρα μία και μισή. 

Στην κουζίνα όλα είναι όπως πρώτα, 

όπως θα σε βρούνε κι αύριο το πρωί. 

Φωτογραφίες σού κρατήσανε κι απόψε συντροφιά, 

γλυκόπικρη ανάμνηση: «Σ’ αγαπώ, μαμά».

 

Χρόνια τώρα ζεις δι’ αντιπροσώπου. 

Γελάς ή κλαις με τα νέα τού μετώπου. 

Κλεισμένη ερμητικά στους πέντε τοίχους, 

να σε ξανακλειδώσω πάω σ’ αυτούς εδώ τους στίχους. 

Κι αν κάνουμε πως έχουμε τύψεις κι ενοχές, 

τις δικές σου θέλουμε να κρύψουμε πληγές.

 

Ο ύπνος όλα θα τα σβήσει.

Αύριο θα μοιάζεις πάλι ζωντανή. 

Η μέρα πάλι θα κυλήσει 

κι εσύ θα προλαβαίνεις να φωνάζεις «να» και «μη».

 

Τα άγχη σου τα ίδια εδώ και χρόνια

Με τις μέρες σου ποτίζεις του κήπου την μπιγκόνια. 

Δεν σε σέβεται, δεν σε φοβάται, 

μα εσένα σου αρκεί πού και πού να σε θυμάται. 

Να ’σπαζα το σταυρό που κουβαλάς επ’ ώμου! 

Μου φαίνεται πως πρέπει να σπάσω τον εαυτό μου.

 

Πού και πού θυμάσαι τα χρόνια τα δικά σου. 

Πόσο συχνά να κλαις μέσα στη μοναξιά σου; 

Φίλοι και ταξίδια, όνειρα παιδικά σου, 

πώς να ανακατεύονται μέσα στα όνειρά σου; 

Στενόμυαλη από ανάγκη κι αιώνια μπερδεμένη, 

μ’ αγάπη και με δάκρυ τεκμηριωμένη.

 

Ο ύπνος όλα θα τα σβήσει. 

Αύριο θα μοιάζεις πάλι ζωντανή. 

Στης φαμελιάς τ’ αλισβερίσι 

δούλα και κυρά, πανούργα και χαζή.

 

 

Τραγούδι του παρόντος

 

Της νοσταλγίας οι σημαίες κυματίζουν 

για έναν άνεμο που φέρνει κάτι απ’ τα παλιά.

Μα στο μυαλό μου δυο στιχάκια κουδουνίζουν 

για ό, τι τώρα και για πάντα ξεψυχά.

Δύο τουρίστες ένα άγαλμα εξετάζουν.

Ψάχνουν να βρούνε την αρχαία ομορφιά.

Μα εγώ στα δυο σου μάτια, που αλλού κοιτάζουν,

ποντάρω πάλι κι ας μη μου ’μειναν χαρτιά.

 

Πικρό τραγούδι του παρόντος

Πικρό τραγούδι όντως

 

Μες στο σκοτάδι λαμπερές φωτοβολίδες

διαφημίζουν έναν άλλον ουρανό.

Μα εγώ, που έχω ζήσει μοναχά μ’ ελπίδες,

κάτω απ’ αυτό εδώ το μαύρο σ’ αγαπώ.

Κι αν το τραγούδι μου δεν βρίσκει άλλα στιχάκια,

κι εγώ δεν ξέρω κατά βάθος τι να πω,

τώρα που μου γελούν τα δυο σου τα χειλάκια,

βρίσκω κουπλέ, βρίσκω ρεφραίν, και τραγουδώ.

 

Πικρό τραγούδι του παρόντος

Πικρό τραγούδι όντως

  

Μες στης Αθήνας το Σεπτέμβρη τριγυρίζεις

με ήλιο και θάλασσα στα μάτια δανεικά.

Τους φίλους χαιρετάς κι αυτούς που δεν γνωρίζεις,

κι η άμαξά σου κολοκύθα είναι ξανά.

Και αν ο πρίγκηπας δεν βρίσκει το γοβάκι,

που έχεις χάσει σ’ ενός βράχου τη σχισμή,

άκου αυτό εδώ το φάλτσο τραγουδάκι,

που σ’ αγαπάει, Σταχτοπούτα μου μικρή.

 

Πικρό τραγούδι του παρόντος

Πικρό τραγούδι όντως

Από ‘δω μέχρι εκεί

 

Από ‘δώ που κάθομαι

Μέχρι εκεί που με ακούς

Μαύρη γης και θάλασσα

Από ραδιο-πομπούς

 

Σαν τα ψάρια σήματα

Στον αέρα κολυμπούν

Στα λέπια τους μηνύματα

Φέγγουν και σε προσπερνούν

 

Πού να βρω τη φωνή

Μες τη νύχτα αυτή

Σαν σκιά να γλιστρήσω κοντά σου

Να σου πω μόνο αυτό

Πως τρελά σ’ αγαπώ

Μόνο αυτό: Σ’ αγαπώ

Γεια σου γεια σου

 

Από δω που κάθομαι

Μέχρι εκεί που με ακούς

Δάσος από είδωλα

Κι αντικατοπτρισμούς

 

Χίλια φλας ανάβουνε

Φωτίζουν κάθε μια στιγμή

Τίποτα δεν κρύβεται και τίποτα

Δεν θα φανερωθεί

 

Βυθός

 

Βύθισέ με στη σιωπή

Μ’ ένα σου γλυκό φιλί

Ήσυχα να κολυμπώ

Στης αγάπης το βυθό

 

Πέταξέ με στο κενό

Μ’ ένα σου φιλί γλυκό

Κι άφησέ με να πετώ

Στο μεγάλο ουρανό

 

Δώς’ μου χώμα να πατώ

Κι ας μην είσαι από ‘δώ

Μες στον κόσμο τον πικρό

Ξένοι είμαστε κι οι δυο

Chinese Christmas

 

Μου ‘βγαλε το λάδι ο κερατάς

Και το πουλάει στις μπουτίκ των Βησιγότθων

Μουνόψειρες βιολογικές της Χαλιμάς

Και τα μουστάκια του παππού μου του αυτόχθων

 

Όλα μαζί στο ίδιο ράφι κι η ετικέτα γράφει Π.Ο.Π

(Προστατευόμενη. Ονομασία. Προέλευσης)

Ο Ρούντολφ το ελάφι γυμνιστής μες την Ανάφη

Κι εγώ Κινέζος μες στον Ο.Λ.Π

(Οργανισμός. Λιμένος. Πειραιώς)

 

Μου ‘βγαλε το λάδι ο «ωξ από δω»

Και το πουλάει στα φαρμακεία δόση με δόση

Ξενέρωτος φασίστας υπουργός

Θα το αγοράσει όσο όσο μπας και καυλώσει

 

Όλοι μαζί στο ίδιο ράφι….

 

Πούλησα στο διάολο την ψυχή

Τώρα την παίρνω σε κομμάτια απ’ το ΙΚΕΑ

Μια τέλεια καρέκλα σουηδική

Που από κάτω γράφει made in Korea

 

Ζαρκάδι

 

Κλαίω

Σαν μωρό παιδί

Εγώ που γελούσα

Με όσους να κλαίνε είχα δει

 

Κλαίω

Σαν μωρό παιδί

Απ’ τη μύτη πιάστηκε

Το έξυπνο τούτο πουλί

 

Τίγρης και μ’ άρπαξε

Κάποιο ζαρκάδι

Δύτης και πνίγομαι

Σ’ ένα πηγάδι

Βράχος και μ’ έριξες

Μ’ ένα σου χάδι

Ήλιος κι αγάπησα

Αυτό το σκοτάδι

Μ’ ένα σου χάδι

Μες στο πηγάδι

Μικρό ζαρκάδι

Γιατί δεν μιλάς;

Δεν μου μιλάς

 

Πέφτω

Πέφτω στον γκρεμό

Εγώ που πετούσα ψηλά

Στον γαλάζιο ουρανό

 

Πέφτω

Πέφτω στον γκρεμό

Δεν μου άφησε ο Έρως

Στην πλάτη φτερό για φτερό

 

Τίγρης και μ’ άρπαξε…

 

Λέω

Λέω προσευχή

Αχ να ‘ταν ο Έρωτας

Να ‘ρθει ξανά να με βρει.

Grande Finale (Άκου να δεις)

 

Το ‘παν στο ράδιο

Θα ‘ρθει μεθαύριο

Το ‘παν κι αν θέλετε

Μην το πιστεύετε

 

Θα ‘ρθει μεθαύριο

Θα ‘ναι μακάβριο

Και εξηγήσεις πια

Μη μου γυρεύετε

 

Ο Τύπος το έγραψε

Και ποιος δεν έκλαψε

Προφήτες αυτοί

Που τρελούς όλοι λέγαμε

 

Και ποιος δεν έκλαψε

Η γης όλη έπαψε

Τρόμος εκείνο

Που κοροϊδεύαμε

 

Κρίμα τον τόπο μας

Κρίμα τον κόπο μας

Αιώνων αγώνες

Χαμένοι σε μια στιγμή

 

Κρίμα τους φόβους μας

Κρίμα τους φόνους μας

Κρίμα το θόρυβο

Κρίμα τη μουσική

 

Κι αν είσαι μόνη σου

Βουβή στο σαλόνι σου

Και τι να κάνεις δεν ξέρεις

Και πού να πας

 

Δωσ’ μου το χέρι σου

Θα ‘μαι το ταίρι σου

Για του μεγάλου

Φινάλε το βαλς`

 

Κατευθείαν στην καρδιά

 

Βγαίνω νύχτα σαν το γάτο

Βόλτα στο σκουπιδαριό

Και θα ψάξω ώς τον πάτο

Την αγάπη μου να βρω

 

Κάτω απ’ το ψυχρό φεγγάρι

Οι ψυχές οπλοφορούν

Και σκοτώνουν δίχως χάρη

Όποιον θέλουν και μπορούν

 

Το στιλέτο μου κρυμμένο

Μες στην τσέπη μου βαθειά

Αν σε βρω θα σ’ το καρφώσω

Κατευθείαν στην καρδιά

 

Βγαίνω νύχτα σαν το γάτο….

 

Κάτω απ’ τα μεγάλα φώτα

Ο Χριστός πουλάει καρφιά

Ο Σωκράτης δηλητήρια

Κι η Ζαν ντ’ Αρκ ακουστικά

 

Μα η γλώσσα μου διψάει

Για το αθάνατο νερό

Αν σε βρω θα σ’ την καρφώσω

Απ’ το στόμα ώς το λαιμό

 

Μα η γλώσσα μου διψάει

Για το αθάνατο νερό

Στην πηγή σου θα κατέβω

Την ψυχή σου για να πιω

 

Μέσα

 

Μέσα μέσα το μυαλό βουλιάζει

Μέσα μέσα το ηφαίστειο βράζει

Ετοιμάζει τις φωτιές

 

Μέσα μέσα  όλο σκοτεινιάζει

Μέσα μέσα το παιδί ουρλιάζει

Αγκαλιά με τις σκιές

 

Μέσα μέσα πείνα δίψα πείνα

Μέσα μέσα κύμα κι άλλο κύμα

Και βαρκούλες οι ζωές

Καρυδότσουφλα που λες

 

Μέσα μέσα κουρασμένο βήμα

Μέσα μέσα ούτε ένα ποίημα

Ούτε δύο προσευχές

Καρυδότσουφλα που λες

 

Μέσα μέσα στου ουρανού τα νέφη

Μέσα μέσα του Θεού το ντέφι

Μας κρατάει το ρυθμό

 

Μέσα μέσα αχ φτωχή μου αρκούδα

Μέσα μέσα χόρεψε τραγούδα

Στης ανάγκης το σκοπό

 

Μπάρα

 

Τα σημάδια της θλίψης

Στη φτωχή σου καρδιά

Προσπαθείς για να κρύψεις

Μα είναι τόσο βαθιά

 

Και ο χρόνος ποτάμι

Ποτάμι που πάντα κυλά

Βοτσαλάκια οι ζωές μας

Ζωές μας στα κρύα νερά

 

Ο, τι σε κυνηγούσε

Έχει πια κουραστεί

Κάτσε να ξαποστάσεις

Βάλε κι ένα κρασί

 

Είναι πάντοτε οι φίλοι

Οι φίλοι νερό απ’ την πηγή

Και δροσίζουν ο ένας του άλλου

Τη μαύρη ψυχή

 

Αριθμούς τηλεφώνου

Διευθύνσεις παλιές

Τα πειστήρια του φόνου

Τις χρυσές σου ενοχές

 

Άπλωσέ τα στην μπάρα

Στην μπάρα και βάλ’ τους φωτιά

Σε κερνάει η Σάρα

Κι η Μάρα σού χαμογελά

Άκου αυτή την κιθάρα

Κιθάρα και γέλα ξανά

 

Μπολερό

 

Λάμπει ακόμα το φεγγάρι

Κι ο ήλιος ξεκινάει δειλά

Και το δικό μου μαξιλάρι

Άδικα με καρτερά

 

Αχ ξενύχτησα και πάλι

Με βρήκε τ’ αύριο πρωί

Κι απ’ τα πόδια ώς το κεφάλι

Έρωτας με τυραννεί

 

Κι όπως ξεκινάει η μέρα

Κι ο κόσμος όνειρα γλυκά

Εγώ σφυρίζω στον αέρα

Και μιλώ με τα πουλιά

 

Της αγάπης το παιχνίδι

Επικίνδυνο πολύ

Κι είναι το φιλί στολίδι

Είναι και καταστροφή

 

Ο Ξένος

 

Βρέχει

Κι αυτός που περνά με πόδια βαριά

Ομπρέλα δεν έχει

Έχει σφιχτή την καρδιά δεν έχει χαρτιά

Και πάντα προσέχει

 

Κανένας δεν ξέρει

Πώς έφτασε εδώ

Ποιο κύμα πικρό

Τον έχει ξεβγάλει

Παίρνει όποιο πρόσωπο

Θέλω εγώ

Τη μία φονιάς

Άγιος την άλλη

 

Βρέχει

Κι αυτός που περνά

Με δόντια σφιχτά

Ομπρέλα δεν έχει

Έχει τ’ αυτιά του ανοιχτά

Ακούει σκυλιά

Κι αρχίζει να τρέχει

Τα μπλε παράθυρά σου

(διασκευή από το τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη)

 

Περνούσα και σ’ αντίκριζα ψηλά στα παραθύρια

Και τότε πια καμάρωνα τα δυο σου μαύρα φρύδια

 

Επήγες σ’ άλλη γειτονιά κι εγώ τρελός γυρίζω

Με παίρνει το παράπονο κι ανώφελα δακρύζω

 

Πού να γυρίσω να σε βρω στη γη στην οικουμένη

Αφού έφυγες και μ’ άφησες με την καρδιά καμένη

 

Ξενοίκιασε το σπίτι σου κι έλα στη γειτονιά σου

Όπως και πριν να σε θωρώ απ’ τα παράθυρά σου

 

Όπως και πριν να σε θωρώ στα μπλε παράθυρά σου

 

Ταραντέλα ντι Ρούκουνα

 

Δεν είμαι μάτια μου παιδί της φύσης

Μπορείς αν θες να με κατηγορήσεις

Που δεν μπορώ ν’ αφομοιωθώ με το τοπίο

Που στο κρεβάτι μου χωράνε μόνο δύο

 

Και τάμπα τάμπα τούμπανα από την Αφρική

Βαράνε στο κεφάλι μου βαράς μαζί κι εσύ

Πως είμαι χαζός μικροαστός γαμώ το κέρατό μου

Μα εγώ σ’ αγαπώ όπως μπορώ με το στενό μυαλό μου

 

Δεν είμαι μάτια μου παιδί της φύσης

Μπορείς αν θες να με κατηγορήσεις

Μα δεν αντέχω σε κάθε τρύπα μου την άμμο

Μα ο Ρούκουνας μου μοιάζει λίγο Γκουαντανάμο

 

Δεν είμαι μάτια μου παιδί της φύσης

Μπορείς αν θες να με κατηγορήσεις

Μα δεν τον βλέπω για Δον Κιχώτη δε λα Μάντσα

Το φίλο σου τον ψηλό τον παλιό με το μάτι το πάντα γλαρό που καμώνεται τον Ισπανό με τις τζίβες και το παρεό τη μαστούρα το διαλογισμό και την πιο καλή την πιο γαμάτη την πιο απίστευτη την πιο δροσερή την πιο καλομελετημένη την πιο καλοσχεδιασμένη την πιο καλοκατασκευασμένη την πιο υπέροχη καταπληκτική υπερδροσερή

υπερηλιακή και υπερενεργειακά σωστή

ΚΑΒΑΝΤΖΑ

 

Δεν είμαι μάτια μου παιδί της φύσης

Μπορείς αν θες να με κατηγορήσεις

Μα η θετική μου ενέργεια εδώ τελειώνει

Πάω να πιω ένα ποτό φορώντας παντελόνι

 

Και με όλη την καρδιά μου

Κρύβω τα πικρά  δάκρυά μου

Και σου γράφω τραγουδάκι

Κοίτα βγήκε φεγγαράκι

Το σπίτι μου

 

Είναι το σπίτι μου τρελό

Σκέτη ακαταστασία

Και το κεφάλι μου ξερό

Τα λάθη γίναν πάθη μου

Μα μάθημα δεν πήρα

 

Είναι το βήμα μου αργό

Αργό σαν της χελώνας

Και το ‘χω πει και στο λαγό

Αν είναι βιαζόμαστε

Δικός σου ο αγώνας

 

Ψάθινο το καπέλο μου

Άχυρο το μυαλό μου

Ξυπόλητο το θέλω μου

Για σας χορεύει στη σκηνή

Για μένα στ’ όνειρό μου

Alcohol Tango

 

Πίνω.

Το μαύρο μου γάλα το πίνω,

σταγόνα να πάει δεν αφήνω

χαμένη, και φάσκελα δίνω

σε όποιον χαμένο με πει.

 

Κι ο κόσμος γίνεται φίλος μου πάλι,

κι εγώ μικρό παιδί μ' ένα μπουκάλι.

Πάλι...

 

Πίνω.

Το γάλα μου όλο το πίνω,

τους κόμπους του κόσμου δεν λύνω,

τους κόβω, και λέω να γίνω

αθάνατος μεσ' τους θνητούς.

 

Κι ο Χάρος έρχεται και φεύγει πάλι,

με βρίσκει πάντοτε χωρίς κεφάλι.

Πάλι...

 

Πίνω.

Το μαύρο μου γάλα το πίνω,

αν θέλεις λιγάκι σου δίνω.

Ποιος είμαι εγώ να σε κρίνω;

Ποιος είσαι στ' αλήθεια κι εσύ;

 

 

Αλκυονίδες

(Στρέφη -  Φιλοπάππου: 0 – 0)

 

Και περπατούσα εγώ στου Στρέφη,

κι εσύ στου Φιλοπάππου.

Eίχαμε πει ότι δεν πρέπει,

μα μου μιλούσες κάπου κάπου.

Κι έμοιαζε όλη η Αττική

μ’ ένα λαχανιασμένο σκύλο,

που αγαπάει όποιον δει,

και τρέχει να τον κάνει φίλο.

Κι έμοιαζε όλη η Αττική,

στην τεμπελιά αυτού του γάτου,

που θέλει μόνο να λιαστεί,

και να κουνάει την ουρά του.

Και περπατούσα εγώ στου Στρέφη,

κι εσύ στου Φιλοπάππου.

 

Και περπατούσα εγώ στου Στρέφη,

κι εσύ στου Φιλοπάππου.

Λέγαμε “τίποτα δεν τρέχει,

κάποτε θα βρεθούμε κάπου”.

Μα όπως τα ψηλα βουνά,

έτσι κι οι λόφοι της Αθήνας

δεν έρχονται ποτέ κοντά,

και είναι και Φλεβάρης μήνας.

Κι ο Έρως πάντα τραγουδά

μπρος στο κατώφλι του θανάτου,

κι ο σκύλος κάποιον αγαπά,

κι ο γάτος λιάζει τ’ αχαμνά του.

Και περπατούσα εγώ στου Στρέφη,

κι εσύ στου Φιλοπάππου.

 

Και περπατούσα εγώ στου Στρέφη,

κι εσύ στου Φιλοπάππου.

Λένε πως κάποτε επιστρέφει

το ποταμάκι στα βουνά του.

Και μ’ έναν ήλιο σαν κι αυτόν

ξεχάστηκε και ο Χειμώνας.

Ίσως στο τέλος των βροχών

να ξανασμίξουμε τα δυο μας.

Δεν θα ‘ναι δα πρώτη φορά

που κάνει ο έρως τη δουλειά του,

κι ο σκύλος κάποιον αγαπά,

κι ο γάτος λιάζει τ’ αχαμνά του.

Και περπατούσα εγώ στου Στρέφη,

κι εσύ στου Φιλοπάππου.

 

 

Αμφιβάλλω (στίχοι Κώστα Βραχνού)

 

Αλλά μας πήρε ο Αδάμ στο λαιμό του.

Ποια λαχτάρα προηγείται της οδύνης;

Δεν πιστεύω πως λαμβάνεις όταν δίνεις,

γιατί έχει κι ο Εωσφόρος το βωμό του.

Αλλά μας πήρε ο Αδάμ στο λαιμό του.

 

Πού να ρίξουμε το βάρος της ευθύνης;

Αμφιβάλλω αν θερίσεις ό,τι σπείρεις.

Αμφιβάλλω αν τις φας μετά θα δείρεις.

Αμφιβάλλω, αμφιβάλλω, αμφιβάλλω,

κι αμφιβάλλω αν υπάρχει status άλλο…

 

 

Δουλειές του διαβόλου

 

Τελευταία σκαλίζω τις τσέπες μου

με παράξενο τρόπο,

και τα πόδια μου μετράνε βήματα

σ’ έναν άγνωστο τόπο.

Πώς βρεθήκαμε εδώ;

Και τι είναι αυτό;

Μ’ αγαπάς -  σ’ αγαπώ.

Με μισείς -  σε μισώ.

Ρέστα για παγωτό

δεν μας μείναν καθόλου.

Δουλειές του διαβόλου...

 

Τελευταία πεθαίνουν οι μέρες μου,

δίχως να κάνουν κρότο.

Τα ποντίκια μου τρώνε τα δάχτυλα

κι οι οθόνες το χνώτο.

Πώς να βρω να σας πω

ένα στίχο απλό,

μήπως κι εξηγηθώ,

και μπορέσω κι εγώ

να χωρέσω ως μέρος του όλου;

Δουλειές του διαβόλου...

 

Είναι ο κόσμος τεράστιος κι όμορφος,

αλλά εμάς δεν μας ξέρει.

Και περνάμε από μέσα του αόρατοι,

κράτησέ μου το χέρι,

και μην πεις πουθενά,

πως τα βράδια κρυφά

μας τρυπάνε τ’ αυτιά,

σκουλαρίκια ακριβά,

οι αστέρες τ’ ουράνιου θόλου.

Δουλειές του διαβόλου...

 

 

Καλλιτεχνικό ζευγάρι

 

Κάνω να φύγω, βάζεις τα κλάματα,

κάνεις να φύγεις, βάζω τις φωνές.

Και όλο λέμε “απλά τα πράματα,

να ξεχωρίσουμε τι θέλω και τι θες”.

Κάνω να φύγω, βάζεις τα κλάματα,

κάνεις να φύγεις, βάζω τις φωνές.

Κι ο έρωτάς μας, γάζες και ράμματα,

χίλα συγγνώμη, δυο χιλιάδες αφορμές.

 

Κι ο κόσμος γύρω συνεχίζει

αυτά που πάντα συνηθίζει,

τους θανάτους, τα ταξίδια,

τους πολέμους, τα παιχνίδια,

όλα καινούργια, και όλα ίδια,

όλα καινούργια, και όλα ίδια,

αλκοόλ, σοκολάτες και μπιφτέκια,

κρεβάτια, τραπέζια και φέρετρα,

όλα δικαιολογημένα και όλα αυθαίρετα.

Και δουλειές, πολλές δουλειές,

προτροπές και συμβουλές,

ακονισμένες λάμες, στομωμένες προσευχές

κι ομορφιά, πόση ομορφιά,

μάτια, φρύδια και μαλλιά

και σωματικές ανάγκες.

 

Ψυχαναγκαστικές γοργόνες,

χεσμένοι στα βρακιά τους οι μάγκες.

 

 

Κλεψύδρα

 

Πες μου αγάπη μου τι θες,

πες μου αγάπη μου τι θες,

πες μου αγάπη μου τι θες,

και δεν έχω άλλο,

στη ζωή μου πιο μεγάλο

πόνο απ’ το να κάθεσαι να κλαις.

 

Ούτε φταίω ούτε φταις,

ούτε φταίω ούτε φταις,

ούτε φταίω ούτε φταις,

που πήγαν όλα λάθος,

μας παρέσυρε το πάθος,

μη μας φάνε τώρα κι οι ενοχές.

 

Της μαμάς σου οι φωνές,

της μαμάς σου οι φωνές,

της μαμάς σου οι φωνές

σαν της γιαγιάς μου μοιάζουν,

και τις δικές μου παραφράζουν

τις πατροπαράδοτες πορδές.

 

Το σήμερα αύριο θα ναι χθες,

το σήμερα αύριο θα ναι χθες,

το σήμερα αύριο θα ναι χθες,

το χθες προχθές ήταν αύριο

και παραπροχθές μεθαύριο,

και μεις στις χαραμάδες εραστές.

 

Το σήμερα αύριο θα ναι χθες,

το σήμερα αύριο θα ναι χθες,

το σήμερα αύριο θα ναι χθες,

Το χθες προχθές ήταν αύριο

Και παραπροχθές μεθαύριο

Σήκωσε το ποτήρι σου και πιες.

 

 

Κύριος Μυστήριος

 

Έι, κύριε Μυστήριε,

θυμάσαι που το μέλλον κρατούσες αγκαλιά;

Έι, κύριε Μυστήριε,

για κοίτα που κανένας δε σε θυμάται πια!

Έι, κύριε Μυστήριε,

τα κόλπα σου παλιώσανε, κανένα δεν περνά.

Έι, κύριε Μυστήριε,

έκλεινες το τηλέφωνο μα τώρα δε χτυπά.

 

Κι η μοναξιά,

που έλεγες πως αντέχεις,

το μόνο πια,

το μόνο πια που έχεις.

 

Στημένο σε βλέπω στην άκρη της μπάρας,

δεν είσαι κανένας λοιπόν σαχλαμάρας,

η νύχτα η ίδια σε έχει διαλέξει,

για σένα δεν έχει κανείς να πει λέξη.

 

Μα αν θέλεις από μένα τον κανένα μια γνώμη,

η νύχτα ποτέ της δε ζητάει συγγνώμη,

μα ούτε κι η μέρα θα σου δώσει εξηγήσεις,

αν δίχως το στυλ σου μια μέρα ξυπνήσεις.

 

Στημένο σε βλέπω στην άκρη της μπάρας,

με ύφος "δεν ξέρεις δεν είσαι της φάρας",

γιακά σηκωμένο, τιράντα και μούσι,

και να σου κι η Μαίρη κι η Νίνα κι η Λούσυ.

 

Μα αν θέλεις κι από μένα τον κανένα μια ιδέα,

παλιά, τετριμμένη, μα πάντοτε ωραία,

για όλους οι μέρες το ίδιο περνάνε,

της γης τα σκουλήκια για όλους πεινάνε.

 

 

Κωπηλάτες

 

Όπως πέφτουν οι σταγόνες άλλης μιας βροχής

πάνω στις σκυφτές μου πλάτες,

μουρμουρίζω το τραγούδι της υπομονής,

που μου μάθαν γέροι κωπηλάτες.

 

Βόηθα Θεέ μου να ναι το συσσίτιο αρκετό,

μαλακός ο βούρδουλας στην πλάτη.

Βόηθα κι εσύ διάολε στο νερό σαν θα ριχτώ,

να 'ναι οι καρχαρίες σου χορτάτοι.

 

Ίδια κι η δική μου μοίρα, βούρδουλας – κουπί.

Πως βρέθηκα σε τούτη τη γαλέρα;

Κάθε σαββατόβραδο πουτάνες και κρασί,

κι ο χαλκάς καινούργιος τη Δευτέρα.

 

Κι όπως χύνονται οι αιώνες στον ωκεανό,

ποτάμια από ευχές κι από κατάρες,

έρχεται η βοή στ’ αυτιά μου, τραγούδι μακρινό,

απ’ της γης αυτής όλες τις φάρες...

 

 

Μολυσμένο κουνούπι του Νείλου

 

Μολυσμένο κουνούπι του Νείλου

τρύπησέ με, και πιες μου το αίμα,

ν’ αρρωστήσω, να πέσω στον τόπο,

γιατί μοιάζει η ζωή μου με ψέμα.

 

Κι όπως θα χω ανάσκελα πέσει,

και θα κλείνει η αυλαία της ζωής μου,

Μολυσμένο κουνούπι του Νείλου,

το πέταγμά σου θα μένει στ’ αυτί μου.

 

“Βζιν βζιν βζιν” να μου λέει “κουτορνίθι”

“βζιν βζιν βζιν της ζωής μας η κρέμα,

είναι βζιν βζιν πως δεν έχει αλήθεια

κρυμμένη βζιν βζιν βζιν πίσω απ’ το ψέμα”

 

Μολυσμένο κουνούπι του Νείλου

τρύπησέ με να βρω τη γαλήνη.

Όταν θέλει εκείνη, δεν θέλω,

κι όταν θέλω, δεν θέλει εκείνη.

 

 

Νανούρισμα

 

Όποιο πλευρό κι αν αλλάξω,

δεν μπορώ να ησυχάσω το δαίμονα,

αγριεύει όσα ημέρωνα.

Νύχτα σηκώνομαι αργά,

φορώ δυο ρούχα ζεστά.

Μ’ένα βιβλίο κι ένα ποτήρι,

για το δικό του ξανά το χατήρι,

νανούρισμα λέω,που πάντοτε πιάνει.

Νάνι του και νάνι...

 

Νάνι νάνι τ’ άλογο μου,

γαιδούρι, σαράκι, πονόδοντος.

Νάνι νάνι τ’ άλογό μου,

η σφίγγα, ο μάντης, ο ηλίθιος.

Νάνι κοιμήσου γλυκά,

σαν όλα τ’ άλλα παιδιά.

Κι αν το παιχνίδι σου είναι το μαχαίρι,

η αυγούλα ακόνι χρυσό θα σου φέρει.

Και μια αγκαλιά, κρυψώνα παλιά,

Νάνι του και να…

 

 

Στασούδα

 

Κουράστηκα απ’ το δρόμο μου,

κι είπα να ξαποστάσω.

Σε έναν ίσκιο να σταθώ,

λίγο νεράκι δροσερό,

στα χείλη μου να στάξω.

 

Κοίταξα την πατρίδα μου,

δυο πόδια ματωμένα.

Το ένα τρέχει μακριά,

ψάχνει να βρει τη λησμονιά,

τ’ άλλο γυρνάει σε μένα.

 

Κι εκεί που αποκοιμήθηκα,

και ήμουν και δεν ήμουν,

σαν το δεντρί να ‘χε λαλιά,

και να μου είπε καθαρά

Όσα οι ανθρώποι κρύβουν.

 

Ο ίσκιος μου είναι δροσερός,

ο ίσκιος μου ειν’ παγίδα.

Κι αν τις πληγές σου αγαπάς,

σε όποιο τόπο κι αν πατάς,

θα βρίσκεις μια πατρίδα

 

 

Το ίδιο εκείνο

 

Δυο πνιγμένους ξέβρασε χθες

το ίδιο εκείνο κύμα, που σου χάιδευε τα πόδια.

 

Το κορμάκι μου έκαψε χθες

η ίδια η φλόγα, που μέσα απ’ τα μάτια σου γελούσε.

 

 

Οι φουστίτσες

 

Θέλω να σηκώσω όλες τις φουστίτσες,

να δω από κάτω τι κρύβετα.

Θέλω να σηκώσω όλες τις φουστίτσες,

και μη μου το λες πως δε γίνεται.

 

Πέρασε ένα χειμώνας

με κλεισούρα και μπλα μπλα,

τώρα περπατώ στον ήλιο

με καπέλο και γυαλιά.

 

Θέλω να σηκώσω όλες τις φουστίτσες,

να δω από κάτω τι κρύβετα.

Θέλω να σηκώσω όλες τις φουστίτσες,

και μη μου το λες πως δε γίνεται.

 

Πέρασε ένας χειμώνας

με κλεισούρα και ποτό,

τώρα περπατώ στον ήλιο

με χωνάκι παγωτό.

Αύγουστος στην Αθήνα

 

Αύγουστος στην Αθήνα κι ειν’ η καρδιά μου άδεια

Και συ γυρεύεις χάδια σ’ απόμερα νησιά

Επέστρεψες στη φύση και μ έχεις παρατήσει

Μα σαν γυρίσεις θα σαι υπάλληλος ξανά

 

Κι αυτή που ‘χεις γνωρίσει και κάνει τη μαινάδα

Μόλις εδώ γυρίσει θα είναι απλώς ξανθιά

Θα ψάχνεις τα φιλιά μου όμως εγώ πασά μου

Δεν κάνω διακοπές στον έρωτα ξανά

 

Συνάντησα στο άστυ ωραίο μετανάστη

Που ξέρει τη φυγή του με δάκρυ να μετρά

Αύγουστος στην Αθήνα και την περνάμε φίνα

Με παίρνει από το χέρι και πάμε στο Σχοινιά

 

 

Βρέχει (κι ας μη βρέχει)

 

Είναι απόψε μια από κείνες τις βραδιές

Που σκοτεινιάζει πιο πολύ που βρέχει κι ας μη βρέχει

Οι υποσχέσεις όλες γίναν απειλές

Και έναν ίσκιο να σταθώ ετούτη η γη δεν έχει

 

Μαχαίρι η σκέψη κόβει κι απ’ τις δυο μεριές

Και την αλήθεια είδα απ’ το παράθυρο να πέφτει

Όλοι οι δρόμοι γίνανε ανηφοριές

Κι όσοι για φίλο μ’ είχανε φονιά με λεν και κλέφτη

 

Κι είναι απόψε που θυμάμαι πιο πολύ

Το φωτεινό το πρόσωπο το δροσερό το γέλιο

Και κάθε λέξη που μας χώρισε πικρή

Με το γλυκό το σ’ αγαπώ να την αλλάξω θέλω

 

 

Έχει η θάλασσα καράβια

 

Έχει η θάλασσα καράβια τα καράβια έχουν πανιά

Τα πανιά έχουνε τ’ αγέρι και τ’ αγέρι τα φιλιά

Τα φιλιά σου στέλνω και φουσκώνουν τα πανιά

Ταξιδεύουν τα καράβια μες τη θάλασσα

Κι έρχονται  έρχονται  έρχονται σε σένα

 

Έχουν τα βουνά τα δέντρα και τα δέντρα έχουν κλαδιά

Τα κλαδιά έχουν τα πουλάκια τα πουλάκια έχουν λαλιά

«Σ αγαπώ» τους λέω και το λεν τραγουδιστά

Και τ’ ακούν κλαδιά και δέντρα και ψηλά βουνά

Κι άνθισαν άνθισαν άνθισαν για σένα

 

Κι αν πνιγήκαν τα καράβια με σχισμένα τα πανιά

κι αν καήκανε τα δέντρα και πετάξαν τα πουλιά

το τραγούδι μου στόμα με στόμα τριγυρνά

μες τις πόλεις των ανθρώπων και σ’ αναζητά

Έρχεται έρχεται έρχεται σε σένα

 

 

Λεπτομέρεια

 

Το ξέρουν τα ψάρια του Σηκουάνα

Που τρέφονται μόνο με αυτόχειρες

Το ξέρει κι η δόλια μου η μάνα

που ‘χει τις πίκρες πάντα πρόχειρες

Το ξέρει κι αυτός που τον έξυπνο κάνει

Και λέει πως γλυτώνει απ’ τη ζωή όποτε θέλει

Το ξέρει κι αυτός που ποτέ του δε χάνει

Και μπουκιά δε δίνει απ’ το καρβέλι

 

Η αγάπη δεν είναι μια λεπτομέρεια

Δεν είναι δηλαδή μια τρίχα απ’ το σκοινί

Μα το σκοινί το ίδιο

Θέλεις κρατιέσαι θέλεις κρεμιέσαι

 

Το ξέρουν τ’ αστέρια τα αιώνια

που με τους όρκους μας χαμογελούν

Το ξέρουν και τα γλυκά τ’ αηδόνια

Και κάθε χαραυγή το τραγουδούν

Το ξέρουν τα σίδερα και τα τσιμέντα

Που τους στεναγμούς μας αφουγκράζονται

Το ξέρουν κι οι τζίτζικες πάνω στα δέντρα

Που για την ευτυχία εργάζονται

 

 

Μην το λυπάσαι

 

Κοίτα πως φεύγουν οι στιγμές

Πως γλιστράνε σαν την άμμο από τα δάχτυλά μας

Πες το μου τώρα αν με θες

Σχεδία μες του κόσμου τον ωκεανό

Να γίνουν τα φιλιά μας

 

Κοίτα πως φεύγει η ζωή

Κοιμηθήκαμε παιδιά ξυπνήσαμε μεγάλοι

Μην το λυπάσαι το φιλί

Χαρά μέσα στον κόσμο τον πικρό

Το ξέρεις δεν υπάρχει άλλη

 

Γι αυτό πριν σβήσει η βραδιά

Πριν ο ήλιος την ανάγκη τη γριά ξυπνήσει

Έλα σ’ αυτή την αγκαλιά

Τρελός αυτός που δε θα τρελαθεί

Απ’ της αγάπης το μεθύσι

 

 

Όνειρο

 

Έσπασε η χορδή του μύθου

Και μου μάτωσε το χέρι

Πίνω απ’ το αίμα αυτού του ήχου

Δύο σταγόνες κάθε πρωί

Και μια το μεσημέρι

 

Μα παρά τη θεραπεία

Δε μου φεύγει το κουσούρι

Και στην πράξη η θεωρία

Τρεκλίζει και παραπατά

Σαν κόκκινο καβούρι

 

Μες του ύπνου την ταβέρνα

Είχα πιάσει ένα στασίδι

Ήρθε με τρίχορδο και πένα

Μα πριν ακούσω τη φωνή

Είχε πάλι φύγει ήδη

 

Τον ακούν εγκληματίες

Μετανιώνουν και δακρύζουν

Κι οι δικές μου αμφιβολίες

Φλύαρες πάντα και κουφές

Σαν το γυαλί ραγίζουν

 

 

Πόλεμος χαρακωμάτων

 

Έχουμε πόλεμο χαρακωμάτων

Κηρύχτηκε στη γλώσσα των σωμάτων

Έχουμε πόλεμο χαρακωμάτων

Κι όλα είναι θεμιτά

 

Να μη σε πάρω να με πάρεις κι αν με πάρεις

Πως θα το ξέρω αν το εννοείς ή αν μπλοφάρεις

Να μη σου πω για να μου πεις μα κι αν μου πεις

Πως θα το ξέρω αν μπλοφάρεις ή αν το εννοείς

 

Έχουμε πόλεμο χαρακωμάτων

Κι όλα είναι θεμιτά

 

Έχουμε πόλεμο ζητάω ειρήνη

Γιατί αν το πάμε έτσι το βιολί

Θα πέσουμε κι οι δυο νεκροί έτσι θα γίνει

Γιατί αν την πάμε έτσι τη δουλειά

Κάποιοι θα βρουν δυο πτώματα μες τη γαλήνη

 

Και τι να γίνει και τι να γίνει

Ζητάω ειρήνη

 

 

Προσευχή

 

Ποτάμι που κυλάς

Κάτω απ’ τα πόδια μου

Τα δάκρυά μου πάρε

Και πότισε μ’ αυτά

Της γης της ομορφιές

Κι εγώ δε σε φοβάμαι χάρε

Μόνο και μοναχά γιατί

Θε να φυτρώσουν άνθη

Μέσα απ’ τα μάτια μου

 

Φεγγάρι που γλιστράς

Πάνω στους ώμους μου

Στείλε μου έναν τρελό αχθοφόρο

Τους φίλους μου να βρω

Με βήμα αλαφρύ

Κι εγώ θα σου πληρώσω φόρο

Μες της ταβέρνας τη γωνιά

Για χάρη σου θα πίνω

Κάθε ποτήρι μου

 

Κρασάκι που κυλάς

μέσα στο αίμα μου

τη φλόγα κράτησε αναμμένη

να φτάσει το τραγούδι μας ως την αυγή

κι η συντροφιά η αγαπημένη

σαράκι που του τραπεζιού

τα πόδια ροκανίζεις

θα γίνεις φίλος μας

 

 

Της νύχτας και της αυγής

 

Της νύχτας το κοράκι

και της αυγής τ’ αηδόνι

Μέσα μου κάνανε φωλιά

Στο στόμα μου μαύρα φτερά

Μα στην καρδιά μου ξημερώνει

 

Μια μοναξιά αγκαθερή

και μια σιωπή όλο άνθη

Στον κήπο μου φυτρώσανε

Τα δάχτυλα ματώσανε

Μα έχω τραγούδια στο καλάθι

 

Αχ καταρράκτης της οργής

κι’ αγάπης ποταμάκι

Τρέχουν από τα μάτια μου

Γεμίζω τα κανάτια μου

Έλα να πιεις κρύο νεράκι

 

 

Χαίρεται ο κόσμος και γλεντά

 

Χαίρεται ο κόσμος και γλεντά

Του Μάη τις πρώτες μέρες

Κι εγώ είμαι του θανατά

Στα χείλη όλων μου των φίλων

Κρέμονται φοβέρες

 

Κοίτα μην μπλέξεις στα βαθειά

Μόνος μην τριγυρίζεις

Έχει το πράμα μια σειρά

Μαζί με όλους μας θα κλαις

Και θα πανηγυρίζεις

 

Χτίσε ένα σπίτι στα παιδιά

Κλείσ’ τα να μείνουν μέσα

Στον Αστυνόμο τα κλειδιά

Δεν πίστευα πως θα το πω

Ντουνιά δεν έχεις μπέσα

 

Αχ καλημέρα δανεική

Καληνυχτιά κλεμμένη

Πότε θα έρθει η στιγμή

Να βγεις από τα χείλη μου

Και να ‘σαι ευλογημένη

Αγιογραφία

 

Με τα χεράκια σου τα έχεις καμωμένα

Όλα σου τα παιχνίδια

Που παίζεις και μοσχομυρίζει η αγάπη

Ως του Θεού τα’ αυτί

 

Κι εγώ ο φτωχός δεν έχω χέρια ωχ ωχ

Κι εγω ο φτωχός δεν έχω μάτια ωχ ωχ

Κι εγώ ο φτωχός δεν έχω αυτιά

Μονάχα ιδέες και εντυπώσεις

Κι ένα ζευγάρι καινούργια ακουστικά

 

Με τα χεράκια σου τα έχεις καμωμένα

Της κυράς σου Τα δυο μάτια

Φωλιά για διαβατάρικους αιώνες

Και για γλυκιά σιωπή

 

Με τα χεράκια σου μου το ‘δωσες  κι εμένα

Το δάκρυ που ποτίζει

Στην άσφαλτο φυτρώνει ένα σφάλμα

Στο χώμα μια γιορτή

 

 

Διαστημικό μωρό

 

Ο έρωτας και τα ταξίδια ό,τι αξίζει στη ζωή

Κι εμείς τα ίδια και τα ίδια ανέραστοι και στατικοί

 

Πάντα η ίδια ιστορία σαν το Μπι – μπιπ με το Κογιότ

Εγώ δηλώνω απορία κι εσύ δηλώνεις  Αεροφλότ

 

Να μας δινότανε η χάρη να κάναμε εγώ κι εσύ

Μια κρουαζιέρα στο φεγγάρι μ’ ένα διαστημικό παπί

 

Να μας δινότανε η χάρη να κάναμε εσύ κι εγώ

Μια κρουαζιέρα στο φεγγάρι  κι ένα διαστημικό μωρό

 

 

Ο καιρός

 

Την άνοιξη που γέρνουνε τα’ αστέρια χαμηλά

Και τα παιδιά μαγεύουνε να μοιάζουνε τρελά

Τότε που επιστρέφουνε από την ξενιτιά

Τα πλάσματα που αντέχουνε και έχουνε φτερά

 

Μας κοιτάει ερωτευμένος ακροβάτης ο καιρός

Και  γελάει καμπουριασμένος μαυρομάτης ο καιρός

 

Τρελάθηκαν οι μέρες μου κι ανάποδα κυλούν

Τρελάθηκαν κι οι σφαίρες μου κι εμένα κυνηγούν

Μα εκεί βαθειά στην κόλαση είναι μία πηγή

Και τραγουδάει καπνίζοντας παρηγοριάς πουλί

 

Πως μας κοιτάει ερωτευμένος ακροβάτης ο καιρός

Και γελάει καμπουριασμένος μαυρομάτης ο καιρός 

 

 

Κάλαντα

 

Κυρά ψηλή κυρά λιγνή κυρά καμαρωμένη

Κυρά μου σαν εκίνησες να πας στην εκκλησία

Γέμισε ρόδα η στράτα σου κι η εκκλησιά τον μόσχο

Κι από το μόσχο τον πολύ οι τοίχοι ραϊστήκαν

 

Παπάδες διάκοι σε κοιτούν το διάβασμά τους χάνουν

Τα ψαλτικά τους λησμονούν ψαλτάδες κανονάρχες

 

Σε βλέπει ο θειος μου ο παπάς με τ’ άσπρα του τα γένια

Και πίνει μονοκοπανιά τη θεία κοινωνία

Σε βλέπουν και τα χερουβείμ χάνουν το πέταγμά τους

Κι ο Άγιος Γεώργιος το δράκο συγχωράνει

 

Κι απάνω στο καμπαναριό χτυπούσαν οι καμπάνες

Χωρίς την άκρη του σχοινιού να τη βαστάει χέρι

 

Κι εγώ που ‘μουν μικρό παιδί

Βαστούσα ένα κεράκι

Και μου ‘σβησε απ’ το στεναγμό

Τον πρώτο της ζωής μου

 

Έσβησε η φλόγα απ’ το κερί κι άναψε στην καρδιά μου

Δεν ξαναπάω στην εκκλησιά, στους δρόμους τριγυρίζω

Κι απέξω από την πόρτα σου περνώ και μουρμουρίζω

 

Γιατί να μη με θέλει που να ππνιγεί στο μέλι

Γιατί να μη με θέλει που να τη φαν οι αγγέλοι

Γιατί να μη με θέλει κι εμένα δε με μέλει

Που να πνιγεί στο μέλι που να τη φαν οι αγγέλοι κι εμένα δε με μέλει…

 

 

Καφενείο

 

Μόνος στο καφενείο κοιτάω δε μιλάω

Κάθε τζούρα μία λέξη ανείπωτη

Μπαίνω μες το φλιτζάνι γύρω κοιτάω

Η πραγματικότητα ανύπαρκτη

 

Κι οι αλήθειες μου κοιμούνται τώρα

Μέσα στου μυαλού την πίσω χώρα

Σαν κουρασμένοι στρατιώτες

 

Κι εσύ γλυκιά μου τώρα κυβερνάς κάποιο άλλο σύμπαν

Να ‘ξερες πόσο με πληγώνει αυτή η σιωπή…

 

 

Τα Λυκάκια

 

Μες τη νύχτα μου φωλιάζουν τα λυκάκια

Που ελπίζουν στο φεγγάρι σου

Αχ και να ‘νιωθες τα άσπρα τους δοντάκια

Μπηγμένα στο κορμάκι σου

 

Μες τη νύχτα ένα άσπρο σεντονάκι

Χορεύει στο κρεβάτι μου

Της αγάπης μας είναι φαντασματάκι

Και θέλει το κεφάλι μου

 

 

Να 'χα φτερά

 

Να 'χα φτερά να πέταγα ήτανε τ’ όνειρό μου

Μα μου ‘λαχε να περπατώ σαν και το γάιδαρό μου

Τέσσερις ρόδες έφτιαξα στη μέση μοτεράκι

Μα δεν με πάνε μακριά απ’ το γνωστό χαντάκι

 

Μ’ ατσάλινα φτερά πετώ του ξέφυγα του νόμου

Εκείνου της βαρύτητας  μα όχι κι αυτού του χρόνου

Ένα σκυλί μο γάβγισε το κλώτσησα με φόρα

Κι εκείνο μου αποκρίθηκε: “ Θα  ‘ρθει κι εσένα η ώρα”

 

Κι αφού φτερά δεν έβρισκα όσο κι αν είχα ψάξει

Συνάντησα τον Έρωτα που ήξερε να πετάξει

Τον ρώτησα το μυστικό και πριν μου πει αντίο

Μου το ψιθύρισε στ’ αυτί: “Η πτήση θέλει δύο”

 

 

Ξημέρωμα

 

Πέστε μου πουλάκια την αυγή που κελαηδάτε

Το ήμερο το χθες αποχαιρετάτε

Ή τ’ άγριο το αύριο ξυπνάτε;

 

Μέσα στην αλήθεια η λαλιά σας βουτηγμένη

Να νιώθουν σαν το σπίτι τους οι ξένοι;

Ή ψέματα να τρων οι πεινασμένοι;

 

Πέστε μου κι εμένα κι ας μην έχω να σας τάξω

Θα βρω ποτέ τα δάκρυα να κλάψω;

Θα βρω ποτέ φτερά για να πετάξω;

 

 

Ξόβεργα

 

Δεν τραγουδάει τ’ άτυχο πουλί την ξόβεργά του

Ούτε το ψάρι το βουβό τα δίχτυα του θανάτου

Τη σφαίρα που τον ξάπλωσε ο λύκος δεν την ξέρει

Δεν έχει λόγια το έντομο για το δικό μου χέρι

 

Μονάχα αυτός

Που πιάστηκε στον έρωτα αυτός

Ο δύσμοιρος αυτός ο τυχερός

Μετράει τις παγίδας του τις χάρες

Τα μάνταλα και τις χρυσές αμπάρες

Δανείζεται φωνή απ’ το δόκανό του

Τραγούδι για να φτιάξει απ’ το χαμό του

 

Με μιαν απόκρημνη φωνή, δική του όσο και ξένη

Μ’ έναν τρελό κι ένα παιδί τις νύχτες παραβγαίνει

Πέτρες πετάει του φεγγαριού, μιλάει του αποσπερίτη

Τους δείκτες σπάει του ρολογιού και δεν θυμάται σπίτι

 

 

Οδοφράγματα

 

Πάνω που μοσχομύριζα σαπούνι και παντόφλα

Πάνω που πανηγύριζα παρέδωσα τα όπλα

Πάνω που ότι γυάλιζε μου φαίνονταν χρυσός

Τόσο Vovos αυτός ο Babis γύρω μου κι εντός

 

Ήρθαν τα μάτια σου κι ανάψαν οδοφράγματα

Κι οι κούκλες στις βιτρίνες βάλανε τα κλάματα

Ήρθαν τα μάτια σου και το ‘σκασα σαν γάτος

Κι οι θειάδες μου φωνάζαν: Δεν υπάρχει κράτος

 

Πάνω που τα’ αποφάσισα λιγάκι ν’ αλαφρώσω

Μην κουβαλάω τη θάλασσα σε κάποιον να τη δώσω

Πάνω που ο χρόνος άρχισε να είναι όντως χρήμα

Στα «Αριάδνη Megastores» χιλιάδες μέτρα νήμα

 

 

Ολομόναχοι μαζί

 

Καβάλα στο γέλιο πηγαίνουμε

Καβάλα στο κλάμα γυρνάμε

Τοπία ρίχνουνε το φέγγος τους επάνω μας

Κι εμείς τραγουδάμε

 

Κι εμείς τραγουδάμε στους ανέμους

που αδιάφορα περνούν

πάνω απ’ τα όνειρά μας

 

ολομόναχοι μαζί….

 

 

Παναγιώτα 5

 

Είναι φορές που λαχταρώ να στύψω τα λιθάρια

Με ένα σάλτο ν’ ανεβώ στης πόλης τη σκηνή

Κι όπως θα τρέχουν απ’ το στόμα μου σειρές μαργαριτάρια

Το τίποτα ν’ ανακηρύξω  πρωταγωνιστή

 

Είναι φορές που το Θεό παίρνω στα παρακάλια

Αχ να σκιζότανε η γης και να με καταπιεί

Μ’ αυτός μου λέει παράτα με πάω να παίξω ζάρια

Αν θέλεις έχει στο συρτάρι σαπούνι και σκοινί

 

Μια στη σκηνή δυο στη σκηνή τρεις στα νοσοκομεία

Να περιμένω ελπίζοντας σ’ ένα καλό χαρτί

Να έχει ο πόνος μου όνομα ωραίο μες τα βιβλιά

Και ο γιατρός υπέγραψε… κυκλοθυμική διαταραχή

 

 

Ταράτσα

 

Ήθελα να καθόμαστε ξανά σε μια ταράτσα

Να μετράμε τα’ αστέρια που θα επισκεφτούμε

Πρώτες του Ιουνίου με γυμνά επιτέλους μπράτσα

Να πετάμε στο κενό όλους αυτούς που λέμε ότι δεν ζούνε

 

Και να μένουμε μονάχοι μας

Του κόσμου η σωτηρία στη  ράχη μας

Και μεθυσμένοι να την κουβαλάμε

Θριαμβικά να τραγουδάμε

Και στο τέλος να πηδάμε

Δίχως φόβο στο κενό

 

 

Του Ηλία

 

Λέει τα τραγούδια όπως κάνει τα τσιγάρα

Ένα ακόμα πριν να φύγουμε

 

Και κάνει ολόκληρο πακέτο

Και φτιάχνει ολόκληρο μπουκέτο

Να στολίσουμε τους πόνους να μην τους κρύβουμε

 

 

Τρώμε το χρόνο

 

Τρώμε το χρόνο στα όρθια

κι ύστερα μας κάθεται ο θάνατος στο στομάχι

ογού ογού ογού ογού  ογού ογού ογού

κι ύστερα μας κάθεται ο θάνατος στο στομάχι

 

Κλείσε την πόρτα κι ας κάνει ζέστη

Απόψε σου φύλαξα τρία θαυμαστικά

Το ένα πιο κόκκινο από τ’ άλλο

Σβήσε το φως κι ας μη με βλέπεις

Δεν είναι μακριά ένα τσιγάρο δρόμος είναι

 

Βήμα το βήμα έμαθα

Αντί για τα χιλιόμετρα τους κάλους να μτράω

Ογύ ογού ογού ογού ογού ογόυ ογού

Αντί για τα χιλιόμετρα τους κάλους  να μετράω

 

Κύμα το κύμα έφτιαξα

Μια βάρκα από θάλασσα ποτέ της δεν βουλιάζει

Ογού ογού ογού ογού ογού ογόυ ογού

Μια βάρκα από θάλασσα ποτέ της δεν βουλιάζει

bottom of page